πλοιάριον

πλοιάριον

πλοιάριον, τό, dim. von πλοῖον, Schiffchen, Kahn; Ar. Ran. 139; Menand. bei Ath. XIII, 559 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλοιάριον — skiff neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοιαρίοις — πλοιάριον skiff neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοιαρίου — πλοιάριον skiff neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοιαρίων — πλοιάριον skiff neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοιαρίῳ — πλοιάριον skiff neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοιάρια — πλοιάριον skiff neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кораблец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. πλοῖον) корабль, судно; (греч. πλοιάριον) лодка. … …   Словарь церковнославянского языка

  • πλοιάριο — το / πλοιάριον, ΝΜΑ μικρό πλοίο, καραβάκι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πλοιάρια υποδήματα ποιά». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῖον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • πλοιαρίδιον — τὸ, Α [πλοιάριον] μικρό πλοιάριο …   Dictionary of Greek

  • προιάρι — και προιάριο και πριάρι το, Ν υπόπλωτο και αβαθές πλοιάριο για αλιεία σε λιμνοθάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοιάριον (< πλοῖον), με αφομοιωτική τροπή τού λ σε ρ ] …   Dictionary of Greek

  • σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”