- πλοιο-φόρος
πλοιο-φόρος, Schiffe tragend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλοιο-φόρος, Schiffe tragend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοφόρος — νηοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει τα πλοία («νηοφόρα νῶτα θαλάσσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + φόρος*] … Dictionary of Greek
ιστιοφόρος — Γένος περκομόρφων οστεϊχθύων της οικογένειας των ιστιοφοριδών. Μοιάζει με τον ξιφία γιατί το ρύγχος του προεκτείνεται σε μια μακριά λόγχη. Το σώμα του είναι λεπτό, τα κοιλιακά του πτερύγια μακριά και το ραχιαίο πτερύγιό του μεγάλο σαν ιστίο. Το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κακκαβοπυρφόρος — κακκαβοπυρφόρος, ον (Μ) πυρπολικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) «καζάνι» + πυρ φόρος (< πῡρ + φορος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, μυρο φόρος] … Dictionary of Greek
πετρελαιοφόρος — ο, θηλ. και α, Ν 1. αυτός που φέρει, που περιέχει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος περιοχή» β. «πετρελαιοφόρα στρώματα») 2. αυτός που μεταφέρει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος αγωγός» β. «πετρελαιοφόρο πλοίο») 3. το ουδ. ως ουσ. το πετρελαιοφόρο πλοίο … Dictionary of Greek
κανονιοφόρος — η 1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα 2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος,… … Dictionary of Greek
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… … Dictionary of Greek
ερματοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει έρμα 2. το ουδ. ως ουσ. το ερματοφόρο μικρό πλοίο που μεταφέρει σε μεγαλύτερο πλοίο ή παραλαμβάνει από αυτό έρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμα (γεν. έρματ ος) + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… … Dictionary of Greek