- πολιο-πλόκαμος
πολιο-πλόκαμος, mit grauen Locken, Haaren, Qu. Sm. 14, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιο-πλόκαμος, mit grauen Locken, Haaren, Qu. Sm. 14, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιπλόκαμος — καλλιπλόκαμος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίες πλεξούδες («Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πλόκαμος (< πλόκαμος «βόστρυχος»), πρβλ. ερασι πλόκαμος, πολιο πλόκαμος] … Dictionary of Greek