πληγμός

πληγμός

πληγμός, , der Schlagfluß, Alex. Trall.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πληγμός — ὁ, Α 1. προσβολή αποπληξίας 2. δήγμα, δάγκωμα φιδιού ή εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη γ τού πλήσσω (βλ. λ. πλήττω) + κατάλ. μός (πρβλ. νυγ μός)] …   Dictionary of Greek

  • πληγμούς — πληγμός apoplectic stroke masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”