πληκτικός — πληκτικός, ή, ό και πληχτικός, ή, ό αυτός που προκαλεί πλήξη, ανία, ανιαρός, ενοχλητικός, κουραστικός: Πληχτικό περιβάλλον, σπίτι κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληκτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek
πληκτικά — πληκτικός of neut nom/voc/acc pl πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc/acc dual πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτερον — πληκτικός of adverbial comp πληκτικός of masc acc comp sg πληκτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικωτάτων — πληκτικός of fem gen superl pl πληκτικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικωτέρων — πληκτικός of fem gen comp pl πληκτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικῶν — πληκτικός of fem gen pl πληκτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικόν — πληκτικός of masc acc sg πληκτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτατα — πληκτικός of adverbial superl πληκτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτατον — πληκτικός of masc acc superl sg πληκτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)