- πολιστής
πολιστής, ὁ, der Erbauer einer Stadt; Eur. frg. bei Lycurg. 24; Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιστής, ὁ, der Erbauer einer Stadt; Eur. frg. bei Lycurg. 24; Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιστής — founder of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιστής — ὁ, ΜΑ [πολίζω] ιδρυτής πόλης … Dictionary of Greek
πολιστῇ — πολιστής founder of a city masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιστήν — πολιστής founder of a city masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιστῶν — πολιστής founder of a city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιστάς — πολιστά̱ς , πολιστής founder of a city masc acc pl πολιστά̱ς , πολιστής founder of a city masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek