πολύ-ολβος

πολύ-ολβος

πολύ-ολβος, sehr glücklich, reich; sp. D., wie D. Per. 934; βασιλεύς, Coluth. 280; Man. oft; ἐδωδή, Agath. 53 (IX, 642). – Akt., sehr beglückend, ἀρετή, Ep. ad. 685 (Plan. 21).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύολβος — ον, Α 1. (για πρόσ. και τόπο) αυτός που έχει προικιστεί με πολύν όλβο, με πολλή ευδαιμονία, πολύ ευτυχισμένος (α. «πολύολβος Ἠμαθίς», Ανθ. Παλ. β. «Κούρητες πολύολβοι», Δίον. Περ.) 2. (για πράγματα) πολύ άφθονος («πολύολβος ἐδωδή», Ανθ. Παλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μυρίολβος — μυρίολβος, ον (Μ) πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὄλβος «πλούτος» (πρβλ. πολύ ολβος)] …   Dictionary of Greek

  • πάνολβος — ον, Α πανόλβιος*, πανευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβος «ευμάρεια, ευδαιμονία» (πρβλ. πολύ ολβος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύευκτος — I Χαλκοπλάστης από την Αθήνα, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως είχε κατασκευάσει μεγάλο ανδριάντα του ρήτορα Δημοσθένη, που είχε τοποθετηθεί κοντά στο ιερό του Άρη και στον βωμό των Δώδεκα θεών το 280 π.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • Ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …   Dictionary of Greek

  • ερίολβος — ἐρίολβος, ὁ (Μ) ο πολύ ευτυχής («ἐρίολβος βασιλεύς», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + όλβος «ευτυχία»] …   Dictionary of Greek

  • πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”