- πολύ-θλιβος
πολύ-θλιβος, = Vorigem, Schol. Opp. Hal. 3, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-θλιβος, = Vorigem, Schol. Opp. Hal. 3, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθλιβής — ές και πολύθλιβος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πιέζεται πολύ 2. μτφ. πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θλιβής/ θλιβος (< θλίβω «πιέζω»), πρβλ. α θλιβής/ά θλιβος] … Dictionary of Greek
μυριόθλιβος — μυριόθλιβος, η ον (Μ) πάρα πολύ στενοχωρημένος, πάρα πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + θλιβος (< θλίβω)] … Dictionary of Greek