- πολύ-ομβρος
πολύ-ομβρος, sehr regnig, Schol. Nic. Al. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-ομβρος, sehr regnig, Schol. Nic. Al. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύομβρος — ον, Α πολύ βροχερός, πλούσιος σε βροχοπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄμβρος (Ι) «βροχή» (πρβλ. άν ομβρος, φίλ ομβρος)] … Dictionary of Greek
κάτομβρος — κάτομβρος, ον (ΑΜ) βροχερός («κάτομβρον ἔαρ», Γεωπ.) αρχ. 1. υγρός από τη βροχή, πολύ βρεγμένος («ἐὰν δὲ σφόδρα ἡ χώρα κάτομβρος ᾖ», Θεόφρ.) 2. (για τα μάτια) γεμάτος δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ομβρος (< ὄμβρος), πρβλ. έπ ομβρος, σύν… … Dictionary of Greek
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
ολιγομβρία — ὀλιγομβρία, ἡ (Α) έλλειψη βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ομβρία (< ὄμβριος < ὄμβρος «βροχή») πρβλ. πολυ ομβρία] … Dictionary of Greek
συνομβρίζω — Α κατακλύζω κάτι με νερά τής βροχής («ῥεῡμα δὲ ἦλθε πολὺ καὶ συνώμβρισε και κατέκλυσε τὰ πάντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄμβρος (Ι) «νεροποντή, βροχή» κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… … Dictionary of Greek