- πολύ-οκνος
πολύ-οκνος, sehr zögernd, langsam, Schol. Soph. Trach. 854.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-οκνος, sehr zögernd, langsam, Schol. Soph. Trach. 854.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύοκνος — ον, Α πολύ οκνός, βραδυκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄκνος (Ι) «δισταγμός, απροθυμία» (πρβλ. δύσ οκνος)] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
SOCRATES — I. SOCRATES Alexandri Magni Praetor, in Cilicia, Curt. l. 4. c. 5. II. SOCRATES Constantino. historiam Ecclesiasticam a tempore Apostolorum, usque ad Chrysostomum scripsit. Dictus est Scholasticus, et floruit saeculô 5. Constantinopoli. Sub… … Hofmann J. Lexicon universale
υπεροκνούμαι — έομαι, Α είμαι πολύ διστακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀκνῶ «είμαι αναποφάσιστος» (< ὄκνος [Ι] «δισταγμός»)] … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek