- προς-επι-κρούω
προς-επι-κρούω (s. κρούω), noch dazu darauf, daran schlagen, τὶ πρός τι, D. Cass. 36, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-επι-κρούω (s. κρούω), noch dazu darauf, daran schlagen, τὶ πρός τι, D. Cass. 36, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek