πολύ-ορνις

πολύ-ορνις

πολύ-ορνις, ὁ, ἡ, = Vorigem, Schol. Ar. Av. 65.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α ο πολυόρνιθος* («πολύορνις Λιβύη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄρνις, ιθος «πτηνό, πουλί» (πρβλ. εύ ορνις)] …   Dictionary of Greek

  • φίλορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τα πουλιά 2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρνις, ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ ορνις)] …   Dictionary of Greek

  • πολυόρνιθος — ον, Α αυτός στον οποίο ζουν πολλά πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄρνις, ιθος «πτηνό, πουλί»] …   Dictionary of Greek

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • παραπετάννυμαι — Α 1. κρεμιέμαι ως παραπέτασμα μπροστά σε κάποιον 2. απλώνομαι κατά μήκος ή για πολύ 3. φρ. «παραπέπταται ὄρνις» το πτηνό πετά μπροστά του με ανοιγμένα τα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πετάννυμαι «απλώνομαι») …   Dictionary of Greek

  • προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …   Dictionary of Greek

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”