- πολύ-μηνις
πολύ-μηνις, ὁ, ἡ, von vielem Zorne, sehr zornig, Pallad. 9 (IX, 168).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-μηνις, ὁ, ἡ, von vielem Zorne, sehr zornig, Pallad. 9 (IX, 168).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύμηνις — ήνιος, ὁ, ἡ, Α πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] … Dictionary of Greek
βαρύμηνις — βαρύμηνις, ι και βαρυμήνιος, ον και (δωρ. τ.) βαρυμάνιος, ον (Α) πολύ οργισμένος, βαρύς στην οργή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + μήνις (δωρ. και αιολ.) μάνις «οργή»] … Dictionary of Greek