πολύ-βοτος

πολύ-βοτος

πολύ-βοτος, viel weidend, ernährend, Simmi. ov.; weidereich, Ἰταλία, D. Hal. 1, 37; in poet. Form πουλύβοτος αἰών Aesch. Spt. 730.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίβοτος — καλλίβοτος, ον (Α) αυτός που παρέχει καλή βοσκή («καλλίβοτος ὕλη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. μεγαλό βοτος, πολύ βοτος] …   Dictionary of Greek

  • χειμήβοτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χειμερινή ώρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. τού οποίου το α συνθετικό χειμη (αντί τών αναμενόμενων χειμα ή χειμο , βλ. λ. χειμώνας) ανάγεται στη λ. χεῖμα, ενώ το β συνθετικό βοτος στο ρ. βόσκω (πρβλ. μηλό βοτος, πολύ βοτος)] …   Dictionary of Greek

  • πάμβοτος — πάμβοτος, ον (Α) αυτός που τρέφει τους πάντες («Διὸς πάμβοτον ἄλσος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + βοτος (< θ. βο τού βόσκω), πρβλ. πολύ βοτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύβοτος — ον, Α 1. πολύτροφος 2. αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για βοσκή («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. εύ βοτος] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”