- πολύ-μαλλος
πολύ-μαλλος, vielwollig, reich an Wollvieh, Schol. Lycophr. 874.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-μαλλος, vielwollig, reich an Wollvieh, Schol. Lycophr. 874.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύμαλλος — ον, Α (για αρνί) αυτός που έχει άφθονο, πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαλλός «τρίχωμα προβάτου, μαλλί» (πρβλ. δασύ μαλλος)] … Dictionary of Greek
ακρόμαλλος — ἀκρόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει πολύ μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + μαλλος < μαλλός «τρίχωμα, μαλλί»] … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek