πολύ-δενδρος

πολύ-δενδρος

πολύ-δενδρος, = Vorigem; Eur. hat den dat. plur. πολυδένδρεσσιν (s. δένδρος), Bacch. 560.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολιγόδενδρος — και λιγόδενδρος, η, ο (Α ὀλιγόδενδρος, ον) (για τόπο) αυτός που έχει λίγα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δένδρον, πρβλ. πολύ δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • πολύδενδρος — η, ο / πολύδενδρος, ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν (για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ. β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”