- πολύ-δειρος
πολύ-δειρος, = Vorigem, Nonn. D. 25, 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-δειρος, = Vorigem, Nonn. D. 25, 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλόδειρος — ον, Α 1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό 2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
πολύδειρος — ον, ΜΑ πολυδειράς (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. ποικιλό δειρος] … Dictionary of Greek
ταναόδειρος — ον, Α αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταναός* «επιμήκης» + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek
τρίδειρος — ον, Α αυτός που έχει τρεις τραχήλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek
υψίδειρος — ον, Α (συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δειρος (< δειρή «λαιμός»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek