πολύ-αιμος

πολύ-αιμος

πολύ-αιμος, voll Blut, vollblütig; Hippocr. u. Folgde; Schol. Il. 1, 177.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πολύαιμος — η, ο / πολύαιμος, ον ΝΑ αυτός που έχει πολύ αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό αιμος, παχύ αιμος] …   Dictionary of Greek

  • ολίγαιμος — και ολιγόαιμος, η, ο (Α ὀλίγαιμος και ὀλιγόαιμος, ον) αυτός που πάσχει από ολιγαιμία, αυτός που παρουσιάζει ποσοτική ανεπάρκεια αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αιμος (< αἷμα), πρβλ. πολύ αιμος] …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • εύαιμος — η, ο (Α εὔαιμος, ον) νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που έχει υγιή σύσταση τού αίματος, ο καλόαιμος, ο καλοαίματος αρχ. αυτός που έχει πολύ αίμα («εὐαιμότερον μόριον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιμος (< αίμα), πρβλ. άν αιμος, ολιγό αιμος] …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • λίφαιμος — λίφαιμος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πολύ αίμα, χλομός, ωχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιφ (< λιπο ) + αιμος (< αἷμα)] …   Dictionary of Greek

  • υπεραιμώ — έω, Α (για οργανισμούς ή για όργανα τού σώματος) παρουσιάζω υπεραιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + αιμῶ (< αιμος < αἷμα), πρβλ. πολυ αιμῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”