πολύ-μετρος

πολύ-μετρος

πολύ-μετρος, von vielen Maßen, bes. Versmaßen, Sp.; δρᾶμα πολύμετρον, Ath. XIII, 608 d; auch viel messend, groß, στάχυς, Eur. fr. b. Ar. Ran. 1238 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύμετρος — ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών μέτρων 2. αυτός που αποτελείται από πολλά μέτρα, από πολλούς στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. βραχύ μετρος] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • περίμετρος — (I) η, ΝΜΑ το μήκος μιας κλειστής καμπύλης (α. «η περίμετρος τού κύκλου είναι 2πR, όπου R η ακτίνα του» β. «τὴν περίμετρον τριῶν σταδίων», Θεόφρ. γ. «τοῡτο δ ἐστὶν ἡ περίμετρος τῆς γῆς», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ …   Dictionary of Greek

  • μυριόμετρος — μυριόμετρος, ον (Μ) 1. πολύ μεγάλος, γιγαντιαίος 2. φρ. «μυριόμετροι ἀγέλαι» αγέλες που αποτελούνται από μυριάδες ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μετρος (< μέτρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”