- πολύ-ξεστος
πολύ-ξεστος, viel oder sorgfältig gehobelt, geglättet, πύλαι, Soph. O. C. 1566, vgl. Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-ξεστος, viel oder sorgfältig gehobelt, geglättet, πύλαι, Soph. O. C. 1566, vgl. Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύξεστος — ον, Α αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά ξεστος, εύ ξεστος] … Dictionary of Greek