πολύ-μαχος

πολύ-μαχος

πολύ-μαχος, viel kämpfend, streitbar, Schol. Opp. Hal. 4, 439, wo auch πολυμάχιμος gelesen wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύμαχος — ον, Α πολύ μαχητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. ισό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρόμαχος — ἰσχυρόμαχος, ον (Μ) (για μάχη) αυτή που διεξάγεται με πείσμα, πεισματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιό μαχος, πολύ μαχος] …   Dictionary of Greek

  • ισόμαχος — η, ο (Α ἰσόμαχος, ον) ίσος στη μάχη, ισόπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πολύ μαχος, πρωτό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • κρατησίμαχος — κρατησίμαχος, ὁ (Α) ο νικητής σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ μαχος, πολύ μαχος] …   Dictionary of Greek

  • λάμαχος — (470; – 414 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός. Πήρε μέρος στον Πελοποννησιακό πόλεμο και σκοτώθηκε στην πολιορκία των Συρακουσών, επικεφαλής –μαζί με τον Αλκιβιάδη και τον Νικία– του στόλου στη Σικελική εκστρατεία. Ο Αριστοφάνης τον σατιρίζει στην… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • αετομάχος — (lanius).Ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των λανιιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές όλου του πλανήτη, εκτός από τη Νότια Αμερική. Βρίσκονται επίσης και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έχουν κυρτό και πολύ ισχυρό ράμφος,… …   Dictionary of Greek

  • μονομάχος — (λατ. gladiator). Πρωταγωνιστής ενός θεάματος πάλης κατά ζεύγη, που ήταν πολύ δημοφιλές στη Ρώμη από τον 2o αι. π.Χ. Οι αγώνες αυτοί, πιθανότατα ετρουσκικής καταγωγής, γίνονταν στα αμφιθέατρα και είχαν, στην αρχή, νεκρώσιμο χαρακτήρα, συνδεόμενοι …   Dictionary of Greek

  • ταυρομαχία — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”