- πολύ-δροσος
πολύ-δροσος, viel bethau't, thaureich, Βάκχου ἰκμάς, Posidipp. 11 (V, 134).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-δροσος, viel bethau't, thaureich, Βάκχου ἰκμάς, Posidipp. 11 (V, 134).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολόδροσος — η, ο πολύ δροσερός, γεμάτος δροσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + δρόσος (πρβλ. πολύ δροσος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Π. Ραφτόπουλο] … Dictionary of Greek
πολύδροσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Παρνασσίδας, του νομού Φωκίδας, στην περιοχή όπου βρίσκεται κι άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Άνω Πολύδροσος (υψόμ. 770 μ.). * * * η, ο / πολύδροσος, ον, ΝΜΑ πολύ δροσερός («ῥαῖνε λάγυνε… … Dictionary of Greek
πυρόδροσος — ον, Α (για φωτιά) αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό σαν βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + δρόσος (πρβλ. πολύ δροσος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
πάνδροσος — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Κέκροπα, αδελφή της Έρσης και της Αγραύλου και μητέρα του Κήρυκα από τον Ερμή. Το δυτικό μέρος του Ερεχθείου ονομαζόταν Πανδρόσιον, γιατί εκεί η Π. λατρευόταν μαζί με τη θεά Αθηνά. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek