πολύ-ζηλος

πολύ-ζηλος

πολύ-ζηλος, viel oder sehr beneidet, geliebt, dem man sehr nachtrachtet, nacheifert; Soph. Trach. 184; βίος, G. R. 381. – Auch act., sehr beneidend, sehr neidisch (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτόζηλος — λεπτόζηλος, ον (M) αυτός που ταιριάζει σε μικρόσωμο άνθρωπο («λεπτόζηλα ἱμάτια», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόζηλος — μεγαλόζηλος, ον (ΑM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεγαλόζηλα ενδύματα κατάλληλα για ψηλούς ανθρώπους αρχ. αυτός που έχει μεγάλο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • περίζηλος — η, ο / περίζηλος, ον, ΝΜΑ πολύ ζηλευτός, πολύ αξιόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζῆλος «ζήλεια»] …   Dictionary of Greek

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • εύζηλος — εὔζηλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πολύ ζήλο («οὐκ εὔζηλος ἀναχρονισμός», Ευστ.) 2. ο αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζήλος] …   Dictionary of Greek

  • ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”