πολύ-κολπος

πολύ-κολπος

πολύ-κολπος, vielbusig, mit vielen Buchten, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κορινθιακός κόλπος — Θαλάσσια λωρίδα που εκτείνεται μεταξύ της Στερεάς Ελλάδας προς Β, της Πελοποννήσου προς Ν, του στενού Ρίου Αντιρρίου προς Δ και των ισθμών των Μεγάρων και της Κορίνθου προς Α. Ως δυτική προέκτασή του λαμβάνεται ο Πατραϊκός κόλπος, μέσω του οποίου …   Dictionary of Greek

  • Μεξικού, Κόλπος — (Gulf of Mexico). Κόλπος του κεντρικού τμήματος της αμερικανικής ηπείρου στον Ατλαντικό ωκεανό (περ. 1.810.000 τ. χλμ.). Περικλείεται από τις νότιες ακτές των ΗΠΑ, τις δυτικές του Μεξικού και από τη νήσο Κούβα. Οι χερσόνησοι της Φλόριντα στις ΗΠΑ …   Dictionary of Greek

  • Κεράτιος κόλπος — (τουρκ. Halic, αγγλ. Golden Corn). Κόλπος (μήκος 7 χλμ., πλάτος από 500 μ. έως 2.000 μ.) του Βοσπόρου, που χωρίζει την Κωνσταντινούπολη. Οφείλει την ονομασία του στην αρχαιότερη ονομασία Κέρας, την οποία έλαβε, κατά τον Στράβωνα, λόγω της… …   Dictionary of Greek

  • πολύκολπος — ον, Α (για μήτρα ή για συρίγγιο) αυτός που έχει πολλούς κόλπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κολπος (< κόλπος), πρβλ. αγλαό κολπος, ευρύ κολπος] …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”