- πολύ-κλινος
πολύ-κλινος, mit vielen Tischlagern, οἶκος, Heliod. 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κλινος, mit vielen Tischlagern, οἶκος, Heliod. 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόκλινος — η, ο ισοκλινής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό κλινος, πολύ κλινος] … Dictionary of Greek
πολύκλινος — ον, Α (για οικία) αυτός που έχει πολλές κλίνες ή πολλά ανάκλιντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό κλινος] … Dictionary of Greek