πολύ-γλευκος

πολύ-γλευκος

πολύ-γλευκος (s. γλεῦκος), von oder mit vielem Moste, βότρυς, Apollnds. 5 (VI, 238).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύγλευκος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο 2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει γλεύκος)] …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν …   Dictionary of Greek

  • χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”