- πολύ-εδνος
πολύ-εδνος, mit vielen Brautgeschenken, Erkl. von πολύφερνος bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-εδνος, mit vielen Brautgeschenken, Erkl. von πολύφερνος bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
πολύεδνος — ον, Α (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλά γαμήλια δώρα, πολλή προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἕδνα, τὰ «γαμήλια δώρα» (πρβλ. ανά εδνος)] … Dictionary of Greek