- πολύ-γελος
πολύ-γελος, = Folgdm, ἐκ πολυγέλων, Plut. de S. N. V. 6; vgl. aber Lob. paralipp. p. 259.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-γελος, = Folgdm, ἐκ πολυγέλων, Plut. de S. N. V. 6; vgl. aber Lob. paralipp. p. 259.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύγελος — ον, Α αυτός που συνοδεύεται από πολύ γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γέλος, μεταπλασμένος τ. του γέλως] … Dictionary of Greek