- πολύ-καυστος
πολύ-καυστος, viel od. sehr verbrannt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-καυστος, viel od. sehr verbrannt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκαυστος — η, ο / πολύκαυστος, ον, ΝΑ αυτός που έχει καεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καυστός (< καίω), πρβλ. ολό καυστος] … Dictionary of Greek
αρτίκαυστος — ἀρτίκαυστος, ον (Α) ο πολύ πρόσφατα καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + καυστος < καυστός < καίω] … Dictionary of Greek
καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… … Dictionary of Greek