πολύ-ζωος

πολύ-ζωος

πολύ-ζωος, = πολύβιος, bes. lange lebend; ἀστέρες, Maneth. 4, 516; Opp. Cyn. 3, 117.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύζωος — (I) ον, Α ο πολυζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. δί ζωος, εύ ζωος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά ζώα («πολύζῳος ἀγέλα», Φίλ.) 2. (για τον ζωδιακό κύκλο) αυτός που έχει πάρει το όνομά του από πολλά ζώα 3. το… …   Dictionary of Greek

  • φιλόζωος — (I) η, ο / φιλόζωος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη ζωή του αρχ. 1. δειλός ή μαλθακός 2. (για ασθενή) αυτός που ποθεί να ζήσει 3. (για φυτό) α) αειθαλής β) ανθεκτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόζωον η φιλοζωία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ζωος… …   Dictionary of Greek

  • ημίζωος — ἡμίζωος, ον (Α) μισοζωντανός, μόλις ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, πολύ ζωος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρζωος — ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. ὑπέρζως, ων, Α υπέρτερος τής ζωής, αιώνιος («θεὸς ὑπερούσιός ἐστι καὶ ὑπέρζωος», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. πολύ ζωος] …   Dictionary of Greek

  • χαμόζωος — ον, Μ πολύ φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + συνδετικό φωνήεν ο + ζωος (< ζωή), πρβλ. εὔ ζωος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”