- πολύ-γραμμος
πολύ-γραμμος, mit oder von vielen Linien, Streifen, Arist. H. A. 9, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-γραμμος, mit oder von vielen Linien, Streifen, Arist. H. A. 9, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόγραμμος — ὁμόγραμμος, ον (Α) αυτός που έχει τα ίδια γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γραμμος (< γράμμα), πρβλ. πολύ γραμμος] … Dictionary of Greek
πολύγραμμος — η, ο / πολύγραμμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που είναι σημειωμένος με πολλές γραμμές 2. αυτός που αποτελείται από πολλές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ γραμμος] … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Καστοριάς, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.685 τ. χλμ., 53.483 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη. Συνορεύει στα Β με τον νομό Φλωρίνης, στα ΝΑ με τον νομό Κοζάνης, στα Ν με τον νομό Γρεβενών, στα ΝΔ με τον νομό Ιωαννίνων και… … Dictionary of Greek