- πολύ-κρεκτος
πολύ-κρεκτος, vieltönend, κιϑάρα, Orph. H. 33, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κρεκτος, vieltönend, κιϑάρα, Orph. H. 33, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκρεκτος — ον, Α αυτός που ηχεί πολύ, που ηχεί συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρεκτός (< κρέκω «ηχώ, αναδίδω οξύ ήχο»), πρβλ. εύ κρεκτος] … Dictionary of Greek