- πολύ-κρωζος
πολύ-κρωζος, viel krächzend, κορῶναι, Opp. Cyn. 3, 117, v. l. μολύζωος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κρωζος, viel krächzend, κορῶναι, Opp. Cyn. 3, 117, v. l. μολύζωος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκρωζος — ον, Α αυτός που κρώζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρωζος (< κρώζω)] … Dictionary of Greek