- πολύ-ξυλος
πολύ-ξυλος, holzreich, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-ξυλος, holzreich, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύξυλος — ον, ΜΑ πολύ ξυλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξυλος (< ξύλον), πρβλ. μονό ξυλος, ολιγό ξυλος] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek