πολύ-μυξος, mit vielen Dochten, λύχνος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύμυξος — ον, Α (για λύχνο) αυτός που έχει πολλά φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μυξος (< μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»), πρβλ. μονό μυξος] … Dictionary of Greek
υπόμυξος — ον, Α αυτός που έχει λίγη μύξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μυξος (< μύξα), πρβλ. πολύ μυξος] … Dictionary of Greek