πολύ-βυρσος

πολύ-βυρσος

πολύ-βυρσος, = πολύῤῥινος, Schol. Ap. Rh. 3, 1230.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύβυρσος — εὔβυρσος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. λεπτό βυρσος, πολύ βυρσος] …   Dictionary of Greek

  • πολύβυρσος — ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βύρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. λεπτό βυρσος] …   Dictionary of Greek

  • τετράβυρσος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βυρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. πολύ βυρσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”