- πολύ-βροχος
πολύ-βροχος, 1) stark benetzt, Diosc. 1, 186. – 2) mit vielen Stricken (βρόχος), Eur. Herc. F. 1035.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-βροχος, 1) stark benetzt, Diosc. 1, 186. – 2) mit vielen Stricken (βρόχος), Eur. Herc. F. 1035.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύβροχος — (I) ον, Α πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημί βροχος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές 2. πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κατάβροχος — κατάβροχος, ον (AM) μσν. ο βρεγμένος πολύ αρχ. ο κατακλυσμένος από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχος (< βρέχω), πρβλ. διά βροχος, έμ βροχος] … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
φηλί — το, Ν (μόνον στη φρ.) «είναι φηλί κλειδί» είναι αχώριστοι φίλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υποκορ. τής λ. θηλέα / θηλ(ε)ιά / φηλ(ε)ιά, η οποία, εκτός από την κύρια σημ. «βρόχος», μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει γενικά μια κοιλότητα μέσα στην … Dictionary of Greek
τριέλικτος — ον, Μ 1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές 2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.) β) «τριέλικτοι θώρακες» τα σανιδώματα τού πλοίου (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek