- πολύ-αρκυς
πολύ-αρκυς, ὁ, ἡ, mit vielen Netzen, ἄγρη, Opp. Cvn. 4, 10, v. l. πολυεργής u. πολυαρκής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-αρκυς, ὁ, ἡ, mit vielen Netzen, ἄγρη, Opp. Cvn. 4, 10, v. l. πολυεργής u. πολυαρκής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύαρκυς — ὁ, ἡ, Α αυτός που γίνεται με πολλά δίχτια («πολύαρκυς ἄγρη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄρκυς «κυνηγετικό δίχτυ»] … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek