πολύ-ϋδρος

πολύ-ϋδρος

πολύ-ϋδρος, wasserreich; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b, u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύυδρος — εὔυδρος, ον (ΑΜ) (για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό αρχ. αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άν υδρος, πολύ υδρος] …   Dictionary of Greek

  • πολύυδρος — η, ο / πολύυδρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + υδρος (< ὕδωρ, ατος), πρβλ. μελάν υδρος] …   Dictionary of Greek

  • λιγόυδρος — ὀλιγόϋδρος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που θέλει λίγο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + υδρος (< ὕδωρ*), πρβλ. πολύ υδρος] …   Dictionary of Greek

  • σπάνυδρος — ον, Α αυτός που έχει ή περιέχει λίγο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + υδρος (< ὕδωρ), πρβλ. πολύ υδρος] …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • φίλυδρος — η, ο / φίλυδρος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί νεοελλ. 1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων 3. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • ψυχροϋδρία — ἡ, Α άρδευση με κρύο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + υδρία (< υδρος < ὕδωρ*), πρβλ. πολυ υδρία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”