- πολύ-ψοφος
πολύ-ψοφος, viel, sehr, laut tönend, Paul. Sil. 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-ψοφος, viel, sehr, laut tönend, Paul. Sil. 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύψοφος — ον, Μ ζωηρός, σθεναρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψόφος «βοή, ταραχή» (πρβλ. μεγαλό ψοφος)] … Dictionary of Greek
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek
ψοφοδιψώ — και ασυναίρ. τ. ψοφοδιψάω Ν διψώ πολύ, πεθαίνω από τη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + διψώ] … Dictionary of Greek
ψοφοκοιμούμαι — Ν (αμτβ.) (υποτιμητικά) κοιμούμαι πολύ βαριά, ψοφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + κοιμούμαι] … Dictionary of Greek
ψοφολογώ — και ασυναίρ. τ. ψοφολογάω, Ν (υποτιμητικά) 1. είμαι ετοιμοθάνατος 2. κοιμούμαι πολύ βαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (II) + λογώ*] … Dictionary of Greek
ψόφιος — α, ο, Ν 1. (για ζώο) νεκρός 2. (για πράγμ.) άψυχος 3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ εξαντλημένος, εξουθενωμένος (α. «είμαι ψόφιος από την πείνα» β. «είμαι ψόφιος από την κούραση») β) νωθρός, μαλθακός ή δειλός, άτολμος. επίρρ... ψόφια Ν (κυρίως μτφ.)… … Dictionary of Greek