πολύ-ψαμμος

πολύ-ψαμμος

πολύ-ψαμμος, sehr sandig, Archi. 30 (VII, 214).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύψαμμος — ον, Α πολυψάμαθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψάμμος «άμμος» (πρβλ. υπό ψαμμος)] …   Dictionary of Greek

  • κατάχρυσος — η, ο (Α κατάχρυσος, ον) 1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος 2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό,… …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίαση — Πάθηση των νεφρών, κατά την οποία στα νεφρά ή στην ουροδόχο κύστη σχηματίζονται μικροί κρύσταλλοι, ψιλοί όπως η άμμος, από ουρικά, φωσφορικά ή οξαλικά άλατα. Οι κρύσταλλοι αυτοί, στους υγιείς, αποβάλλονται με τα ούρα. Αν τα ούρα συγκεντρωθούν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”