πολύ-χοος

πολύ-χοος

πολύ-χοος, zsgzgn πολύχους, viel gießend, schüttend; von Feld- u. Baumfrüchten, viel Ertrag gebend, καρπός, Luc. abd. 27; σπέρμα πολύχουν, Theophr.; auch von Thieren, Arist. H. A. 9, 43. – Uebh. vielfach, mannichfaltig, πολυχουστέραν ἰδέαν Arist. part. an. 2, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύχους — ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, οον, ή πολυχόοος, όον, Α 1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά 2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.) 3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ĝheu- —     ĝheu     English meaning: to pour     Deutsche Übersetzung: “gießen”     Material: O.Ind. juhō ti, juhutē “ pours in fire, sacrifices “, Passiv hūya tē, hutá ḥ “ sacrificed “, hō man n. “Opferguß, sacrifice, oblation” (= Gk. χεῦμα), hō ma… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”