πολύ-χλωρος

πολύ-χλωρος

πολύ-χλωρος, sehr blaß, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύχλωρος — ον, και ιων. τ. πουλύχλωρος, Α 1. πολύ χλωρός 2. πολύ χλομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χλωρός (πρβλ. ερυθρό χλωρος)] …   Dictionary of Greek

  • σύχλωρος — η, ο, Ν πολύ χλωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χλωρός] …   Dictionary of Greek

  • ολόχλωρος — η, ο ο πολύ χλωρός, πράσινος, καταπράσινος: Ολόχλωρο τοδάσος μάς δέχτηκε στη σκιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • ραμφαστός — (ramphastos). Λέγεται και ραμφαστής. Δρυοκολαπτόμορφο πουλί της οικογένειας των ραμφαστιδών. Είναι αναρριχητικό πουλί που περιλαμβάνει διάφορα είδη της Νότιας Αμερικής. Μερικά από τα είδη αυτά είναι ο ρ. ο κυβέριος, ο ρ. ο τόκος, ο αυλοκόρυγχος ο …   Dictionary of Greek

  • χλομός — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ριζού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C …   Wikipedia

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik — Die Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik dient dem Verständnis wissenschaftlicher Namen von Organismen. Die binominale Nomenklatur und einige Namen für höhere Taxa, etwa für Ordnungen, basiert überwiegend auf… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”