- πολύ-χνοος
πολύ-χνοος, zsgzgn πολύχνους, mit vielem Flaume, lanuginosus, φύλλα Nicand. bei Ath. II, 66 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-χνοος, zsgzgn πολύχνους, mit vielem Flaume, lanuginosus, φύλλα Nicand. bei Ath. II, 66 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύχνους — ουν, ΝΑ, και πολύχνοος, η, ο, Ν, και πολύχνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ χνούδι, πολύ χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυους (< χνόος/ χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πρωτό χνους] … Dictionary of Greek
πρωτόχνους — ουν, και πρωτόχνοος, οον Α αυτός που έχει το πρώτο χνούδι («μετὰ τοῡτο καὶ πρωτόχνουν ἄνθος ἥβης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χνους (< χνόος / χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πολύ χνους] … Dictionary of Greek