- πολύ-χωστος
πολύ-χωστος, viel oder hoch aufgeschüttet, τάφος, Aesch. Ch. 346.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-χωστος, viel oder hoch aufgeschüttet, τάφος, Aesch. Ch. 346.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύχωστος — ον, Α αυτός στον οποίο έχει τοποθετηθεί πολύ χώμα έτσι ώστε να μοιάζει με λόφο, αυτός πάνω στον οποίο έχει συσσωρευθεί πολύ χώμα και σε μεγάλο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. αμμό χωστος] … Dictionary of Greek
ημίχωστος — η, ο (Α ἡμίχωστος, ον) χωσμένος κατά το ήμισυ, μισοχωσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χωστος (< χώννυ μι), πρβλ. πολύ χωστος, τυμβό χωστος] … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek