πολύ-χυτος

πολύ-χυτος

πολύ-χυτος, weit oder viel ergossen, überh. viel-, mannichfach, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύχυτος — ον, ΜΑ 1. ο ικανός να λάβει μεγάλη διάχυση, αυτός που μπορεί να διαχυθεί, να απλωθεί σε μεγάλη έκταση, πολύχους* 2. αυτός που έχει διαχυθεί σε μεγάλη έκταση, που έχει διασπαρεί πολύ, διάσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυτός (< χέω «χύνω»),… …   Dictionary of Greek

  • παντόχυτος — ον, Μ αυτός που χύνεται σε όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + χυτός (< χέω), πρβλ. πολύ χυτος] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

  • έκχυτος — η, ο (AM ἔκχυτος, ον) 1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος 2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά β. «έκχυτος γέλως» υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» κατηγορία… …   Dictionary of Greek

  • χυτοσίδηρος — Λέγεται και μαντέμι. Σιδηρούχο προϊόν που αποτελείται από κράμα σιδήρου άνθρακα, με περιεκτικότητα άνθρακα που κυμαίνεται μεταξύ 1,78 και 6%. Το ποσοστό αυτό του άνθρακα παρέχει στον χ. ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν από τον χάλυβα, που και αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ĝheu- —     ĝheu     English meaning: to pour     Deutsche Übersetzung: “gießen”     Material: O.Ind. juhō ti, juhutē “ pours in fire, sacrifices “, Passiv hūya tē, hutá ḥ “ sacrificed “, hō man n. “Opferguß, sacrifice, oblation” (= Gk. χεῦμα), hō ma… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”