- πολύ-φραστος
πολύ-φραστος, viel, oft gesagt, Gramm.; – sehr verständig, wohl ersonnen, Opp. Cyn. 4, 6; ἵπποι, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φραστος, viel, oft gesagt, Gramm.; – sehr verständig, wohl ersonnen, Opp. Cyn. 4, 6; ἵπποι, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφραστος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος 2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.) 3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εύφραστος — εὔφραστος, ον (Α) 1. ευκολοπρόφερτος, και κατ επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῑ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.) 2. σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. ά φραστος, πολύ… … Dictionary of Greek
κακόφραστος — κακόφραστος, ον (Α) (σχόλ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραστος (< φράζω), πρβλ. πολύ φραστος] … Dictionary of Greek
υψιστόφραστος — ον, Α αυτός για τον οποίο πρέπει να μιλήσει κανείς με μεγαλοπρεπείς φράσεις («ὑψιστόφραστος σταυρός», Ψ Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψιστος + φραστός (< φράζω «μιλώ»), πρβλ. πολύ φραστος] … Dictionary of Greek