πολύ-τῡρος

πολύ-τῡρος

πολύ-τῡρος, von od. mit vielem Käse, ναστίσκοι, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύτυρος — ον, Α αυτός που εμπεριέχει πολύ τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τυρός «τυρί» (πρβλ. αρτό τυρος)] …   Dictionary of Greek

  • νεότυρος — νεότυρος, ὁ (Α) νωπό, φρέσκο τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * τυρός «τυρί» (πρβλ. αρτό τυρος, πολύ τυρος)] …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… …   Dictionary of Greek

  • κατάτυρος — κατάτυρος, ον (Α) σκεπασμένος με πολύ τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυρος (< τυρός), πρβλ. αρτό τυρος, βού τυρος] …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek …   Wikipedia

  • πορφύριος — I (Τύρος 233 34 – αρχές του 4ου αι.) Έλληνας φιλόσοφος. Σπούδασε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν μαθητής του Ωριγένη και του Κασσίου Λογγίνου. Το 263 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε μαθητής του Πλωτίνου, του οποίου έγραψε μια βιογραφία και εξέδωσε τα… …   Dictionary of Greek

  • τυροφάγος — α, ο / τυροφάγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν νεοελλ. μσν. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος (ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή τής Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς τής Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Μάξιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Μαξιμιανός (βλ. λ.). 2. Καταγόταν από τη Μακρούπολη Θράκης και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (286 305) μαζί με τον Ασκληπιοδότη και τον Θεόδοτο. Η μνήμη τους τιμάται στις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”