- πολύ-τολμος
πολύ-τολμος, Viel wagend; Plut. Symp. 8, 9, 2; Schol. Eur. Hipp. 642.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-τολμος, Viel wagend; Plut. Symp. 8, 9, 2; Schol. Eur. Hipp. 642.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύτολμος — ον, ΜΑ υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τολμος (< τόλμη)] … Dictionary of Greek
εύτολμος — η, ο (ΑΜ εύτολμος, ον) αυτός που έχει τόλμη, ο τολμηρός, ο θαρραλέος, ο σθεναρός νεοελλ. μσν. αποφασιστικός αρχ. επιγρ. (με κακή σημ.) θρασύς. επίρρ... ευτόλμως και εύτολμα (ΑΜ εὐτόλμως, Μ και εὔτολμα) με πολλή τόλμη, με πολύ θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υπέρτολμος — ον, Α πάρα πολύ τολμηρός, παράτολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. παρά τολμος] … Dictionary of Greek