- πολύ-τμητος
πολύ-τμητος, viel, sehr geschnitten, zerschnitten; παρειά, Antiphil. ep. (XI, 66); Opp. Cyn. 2, 252; auch akt., ὀδύναι, Hal. 5, 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-τμητος, viel, sehr geschnitten, zerschnitten; παρειά, Antiphil. ep. (XI, 66); Opp. Cyn. 2, 252; auch akt., ὀδύναι, Hal. 5, 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύτμητος — ον, Α 1. πολύ τεμαχισμένος, κατάτμητος 2. (με ενεργ. μτβ. σημ.) μτφ. (για οξύ πόνο) πολύ οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek